Η Άνδρος έχει μακρά ναυτική παράδοση. Μαρτυρίες ναυπήγησης ιστιοφόρων στην Άνδρο σώζονται από τα προεπαναστατικά χρόνια. Σε κώδικα της αρχιεπισκοπής Άνδρου αναγράφεται πράξη του 1783 στην οποία περιλαμβάνεται «η καταγραφή των άσπρων των καραβοκυραίων και λοιπών γεμιτζήδων εις βοήθειαν του ελληνικού σχολείου». Η ανάπτυξη της ναυτιλίας του νησιού αφορούσε κυρίως τη Χώρα, της οποίας οι κάτοικοι ήταν ναυτικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, και το χωριό Στενιές.
Εκείνη την περίοδο, τα πλοία του νησιού ήταν μικρού μεγέθους, δεν επιχειρούσαν μακρινά ταξίδια και το καθεστώς ιδιοκτησίας τους ήταν η συμμετοχική πλοιοκτησία. Έχει υποστηριχθεί ότι η γενικότερη ναυτική ανάπτυξη του νησιού κατά την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο οφείλεται στην παρουσία των Ψαριανών, οι οποίοι κατέφυγαν στην Άνδρο μετά την καταστροφή του νησιού τους απο τους Οθωμανούς κατά την επανάσταση.
Οι Ψαριανοί επιδόθηκαν σε συστηματικές ναυπηγήσεις πλοίων, παρά τις αντιδράσεις των ντόπιων «για τη φθορά κάρπιμων δέντρων». Η κάμψη επίσης της ναυτικής δύναμης παραδοσιακών ναυτότοπων όπως το Γαλαξίδι, η Ύδρα και οι Σπέτσες παρείχε επιπλέον χώρο στην ανάπτυξη άλλων, μεταξύ των οποίων η Άνδρος. Το 1835 το λιμάνι κατείχε τη δέκατη θέση μεταξύ των ελληνικών λιμανιών από άποψη κίνησης πλοίων.
Οι ανάγκες ναυπήγησης πλοίων καλύπτονταν στο νησί, κυρίως στην αμμώδη ακτή του Εμπορειού. Μετά τα μέσα του 19ου αι., ανδριώτικα καράβια ταξίδευαν μέχρι την Ινδία και την Αμερική. Το 1873 ιδρύθηκε στην Άνδρο ομώνυμη «Αλληλέγγυος Ασφάλεια» και το 1890 στο τοπικό νηολόγιο καταγράφονταν 75 ιστιοφόρα ναυπηγημένα στη Σύρο κατά κύριο λόγο, καθώς η τοπική ναυπηγία δεν κάλυπτε πια τις αντίστοιχες ανάγκες. Ανδριώτες καραβοκύρηδες συμμετείχαν στο εμπόριο σιτηρών που διεξαγόταν μέσω των παραδουνάβιων λιμανιών Βραΐλας και Γαλατσίου στη σημερινή Ρουμανία.
Πολλοί ακολούθησαν το παράδειγμα των Κεφαλονιτών (κυρίως) εμπόρων, με την εγκατάσταση εμπορικών οίκων και ναυτιλιακών πρακτορείων στις πόλεις των εκβολών του Δούναβη, στους κόλπους των οποίων αναπτύχθηκαν ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες. Το πλεόνασμα που προέκυψε από αυτό το εμπόριο επέτρεψε στην ανδριώτικη ναυτιλία να πετύχει τη μετάβαση στον ατμό.
Το 1898 το νησί είχε κατακτήσει την τέταρτη θέση όσον αφορά τη χωρητικότητα των πλοίων του, η οποία αντιπροσώπευε το 10% της ολικής χωρητικότητας της ελληνόκτητης τότε ατμήρους ναυτιλίας, ενώ το 1914 η αντίστοιχη χωρητικότητα το τοποθετούσε στη δεύτερη θέση μεταξύ των τοπικών νηολογίων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλοί από αυτούς που πλούτισαν από τον εφοπλισμό παρέμεναν ακόμη στο νησί.
Ο Δημήτριος Μωραΐτης θεώρησε μάλιστα ότι μπορούσε να εγκαταστήσει εκεί τα γραφεία της πολυμετοχικής εταιρείας του, η οποία ιδρύθηκε το 1906, και να διαχειρίζεται τα υπερωκεάνιά της που δρομολογήθηκαν προς τη Νέα Ήπειρο. Η ελληνική υπερωκεάνιος ατμοπλοΐα συνεχίστηκε από τους επίσης Ανδριώτες Αδελφούς Εμπειρίκου, με την Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος το 1908, και τον Λεωνίδα Γουλανδρή μεταπολεμικώς.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος στοίχισε στην Άνδρο ναυτικές δυνάμεις αλλά δημιούργησε και «πολεμικά κέρδη».
Λίγο αργότερα τα νηολογημένα στο λιμάνι της ατμόπλοια έφθαναν τα 25 (1921), και τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 80 πλοία, κατατάσσοντας την Άνδρο στη δεύτερη θέση μετά τον Πειραιά. Δέκα μόνο από αυτά τα πλοία διασώθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Οι μεγάλες εφοπλιστικές οικογένειες είχαν ήδη αρχίσει να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους στα ναυτιλιακά κέντρα της εποχής, τη Σύρο, τον Πειραιά αλλά και το Λονδίνο, από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο προσανατολισμός της ναυτιλίας ήταν πια διεθνής με αποτέλεσμα ελάχιστα να μπορεί κανείς να μιλά στο εξής για ανδριώτικη ναυτιλία.
Κείμενα: IΔΡΥΜA ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
|